εξαρχάτο

εξαρχάτο
Βυζαντινή διοικητική περιφέρεια με επικεφαλής τον έξαρχο, ο οποίος συγκέντρωνε τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία. Τα βυζαντινά ε. ήταν δύο: της Αφρικής, με πρωτεύουσα την Καρχηδόνα ή Καρθαγένη, και της Ιταλίας, με πρωτεύουσα τη Ραβένα. Οι περιοχές αυτές, τις οποίες είχε καταλάβει ο Ιουστινιανός, ύστερα από τον Βανδαλικό πόλεμο (Αφρική) και τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων της Ιταλίας, κινδύνευαν διαρκώς από εξωτερικές επιθέσεις· έτσι, ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε από πολύ νωρίς (πρώτα στην Αφρική, 534) να συγκεντρώσει σε ένα πρόσωπο την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία. Την ίδια αρχή ακολούθησε και στην Ιταλία μετά την κατάληψή της (554)· οι δύο εξουσίες συγκεντρώθηκαν σε ένα πρόσωπο με δικαιώματα αντιβασιλιά. Επί Μαυρικίου, οι διοικητές της Αφρικής και της Ιταλίας ονομάστηκαν έξαρχοι (Καρχηδόνας και Ραβένα) και τα ε. οργανώθηκαν με αυστηρά στρατιωτικό τρόπο για αποτελεσματικότερη και ταχύτερη αντιμετώπιση των κρίσιμων καταστάσεων. Αυτή η διοικητική οργάνωση ήταν η απαρχή μιας βασικής αλλαγής στην επαρχιακή διοίκηση, που ίσχυε από την εποχή του Διοκλητιανού και την οποία χαρακτήριζε ο σαφής διαχωρισμός της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία. Έτσι, τα ε. ήταν οι πρόδρομοι των θεμάτων που εγκαινιάστηκαν από τον Ηράκλειο και γενικεύτηκαν αργότερα, στα οποία ο διοικητής (στρατηγός) συγκέντρωνε τις δύο εξουσίες (πολιτική και στρατιωτική) στα χέρια του. Το ε. της Ραβένα, στα μέσα του 8ου αι., περιορίστηκε από τους Λογγοβάρδους στη Ραβένα και σε μερικές γειτονικές πόλεις, έως το 751, οπότε ο Λογγοβάρδος Αστόλφος το κατέλαβε ολόκληρο. Λίγα χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς των Φράγκων, Πιπίνος ο Βραχύς, απέσπασε τα εδάφη του ε. από τους Λογγοβάρδους και, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα του Βυζαντινού αυτοκράτορα, τα προσέφερε στον πάπα Στέφανο Β’· έτσι, τα εδάφη αυτά αποτέλεσαν μέρος του παπικού κράτους που δημιουργήθηκε την ίδια περίοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαρχία — η (Μ ἐξαρχία) [έξαρχος] 1. εκκλ. εξαρχάτο*, περιφέρεια όπου εδρεύει έξαρχος 2. η διοικητική έκταση τής δικαιοδοσίας τού εξάρχου 3. η αρχή και το αξίωμα τού εξάρχου 4. η χρονική περίοδος τής διοικήσεως του νεοελλ. «η βουλγαρική εξαρχία» η… …   Dictionary of Greek

  • Αστόλφος ή Αϊστούλφος — (Aistolf, ; – 756 μ.Χ.). Βασιλιάς των Λομβαρδών (749 756). Διαδέχτηκε τον Ράχη και συνέχισε την επεκτατική πολιτική του, καταλαμβάνοντας το εξαρχάτο της Ραβένα (751) και βάζοντας έτσι τέλος στη βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία. Η εισβολή όμως στη… …   Dictionary of Greek

  • Πεπίνος — Όνομα Φράγκων βασιλιάδων. 1. Π. ο Βραχύς (751 768). Βασιλιάς των Φράγκων, γενάρχης της δυναστείας των Καρολιγγιδών. Γιος του Καρόλου Μαρτέλου και διάδοχός του. Εκθρόνισε, με τη συγκατάθεση του πάπα, τον άμαχο Χιλδέριχο Γ΄ και στέφθηκε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”